Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

Λευτέρης Παπαδόπουλος "επαρχίες της αθήνας" - ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ, 1975


[Με αφορμή τα γενέθλια του Λευτέρη Παπαδόπουλου 14 Νοεμβρίου 1935 - Άρθρα, έρευνες, ρεπορτάζ του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που δημοσιεύτηκαν στα Νέα από τον Ιούλη έως το Νοέμβρη του 1975 εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το ρεπορτάζ αφορά το Χαϊδάρι και έχει αναδημοσιευτεί στο Ιστορικό Λεύκωμα "Χαϊδάρι - Τόπος και Άνθρωποι", 2007]

ΕΠΑΡΧΙΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

 Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μια δημοσιογραφική αποστολή και μια λογοτεχνική αναφορά στο Χαϊδάρι

 Αστυθέα

Το ρέμα, γεμάτο βρωμόνερα, σκουπίδια και κονσερβοκούτια, γεμάτο κουνούπια και μπόχα, περνάει πλάϊ απ΄ τα χαμόσπιτα και κάποιες γέρικες συκιές, όπου τα παιδιά έχουν δέσει σκοινιά για κούνιες. Ο γέροντας βλέπει απ΄ το παράθυρο-μια τρύπα που χάσκει σ΄ ένα πελώριο τοίχο-να τριγυρνάω, όλος περιέργεια, ανάμεσα στα κοτέτσια και τα μπάζα, νομίζει πως είμαι «κανένας του Υπουργείου» και με χαιρετάει με σεβασμό.

-        Ήρθατε επί τέλους; λέει.

-        Ήρθαμε.

-        Καιρός ήταν! Πρέπει κάποτε, να τελειώσουμε μ΄ αυτή την ιστορία! Μια ζωή μέσα στην ακαθαρσία, σε κάνει να νοιώθεις κι΄ ο ίδιος ένα κομμάτι πατσαβούρα...

Ο Αργυρόπουλος, τραβάει συνεχώς φωτογραφίες. Ο δήμαρχος1, χωρίς σακάκι, μιλάει με κάτι κουτσούβελα, λίγο πιο πέρα, πούχουν απλώσει μια κουρελού στο χώμα και παίζουν πεντόβολα.

-        Έχετε παιδιά; ρωτάω τον γέροντα.

-        Και παιδιά έχω, κι΄ εγγόνια έχω και δισέγγονα. Και καλά εγώ, συνήθισα στη βρώμα. Τι φταίνε, όμως τα μικρά παιδάκια να ζουν μέσα σ΄ αυτή τη γούρνα και τα κορμάκια τους νάναι γεμάτα καντήλες και κουνούπια;

Η γειτονιά (σκέψου ειρωνεία: τη λένε Αστυθέα!) πληροφορείται πως «κάτι τρέχει». Δηλαδή «ήρθανε κάτι κύριοι, με τον δήμαρχο, τραβάνε φωτογραφίες στο ρέμα – λες να σωθούμε;». Σε λίγο, μαζεύονται ολόγυρά μας, ένα σωρό άντρες και γυναίκες, σημαδεμένοι από την έγνοια, γεμάτοι κραυγές και υποδείξεις. «Δεν είμαστε άνθρωποι εμείς;» «Εφτά χρόνια δεν μας αφήνανε να μιλήσουμε2.. Δεν του λες του υπουργού να κάνει καμμιά βόλτα δώθε;». «Είναι ντροπή, είναι αίσχος, να ζούμε μέσα στο βούρκο, σαν τα γουρούνια.» .

Φεύγουμε. Ο νους μου, είναι σε μια από τις κουβέντες που άκουσα: «Δεν του λες του υπουργού να κάνει καμμιά βόλτα από δώθε;». Και λέω: Πέρασε, αλήθεια, απ΄ αυτά τα μέρη, κανένας υπουργός; Έστω κάποιος άλλος αρμόδιος; Σίγουρα δεν πέρασε. Γιατί αν είχε περάσει και είχε δει θα είχε φρίξει. Και το Χαϊδάρι, δεν θάχε ολόγυρά του αυτή την τάφρο του αίσχους. 

Γρηγορούσα

Τρέχουμε κατά τη Γρηγορούσα. Σταματάμε σ΄ ένα φούρνο, που έχει γίνει δημοτικό σχολείο. Ο φωτογράφος, τη δουλειά του. Μια νοικοκυρά απέναντι, τη δικιά της: «Το υπόλοιπο σχολείο βρίσκεται πιο κάτω. Σ’  ένα μαγαζί. Εδώ κάνουν μάθημα οι μικρότερες τάξεις. Πηγαίνετε κι΄ αποκεί, για να πάρετε μια ιδέα».

Πράγματι το «υπόλοιπο σχολείο», είναι μαγαζί. Η καθαρίστρια, δυστυχώς, δεν είν΄ εκεί για να μας ανοίξει να δούμε τι συμβαίνει. Κοιτάζουμε απ΄ το τζάμι και βλέπουμε ένα πελώριο απορημένο Χριστό να μας παίρνει κατόπι.

Καινούργια στάση. Μεσοδρομίς. Για ν΄ ανοίξουμε ένα φρεάτιο και να δούμε τα «υπόγεια ύδατα», που κατηφορίζουν από το βουνό, κι ύστερα χώνονται στα σπίτια, για να πλημμυρίσουνε υπόγεια και αυλές, για να κάνουν έναν ολόκληρο κόσμο να αισθάνεται πως ζει στη Βενετία.

-        Τα σπίτια, σ΄ αυτή την περιοχή, πλημμυρίζουν κάθε χειμώνα;

Η κυρία, που βγαίνει στο μπαλκόνι, με τον άντρα της και το γιο της, δεν βρίσκει λόγια για να εκφράσει την απελπισία της.

- Κύριε, ζούμε σ΄ ένα διαρκές μαρτύριο! Νοικιάζουμε, συνεχώς μηχανάκια, για να βγάζουμε το νερό, που πλημμυρίζει τα σπίτια μας! Το κακό, αρχίζει το φθινόπωρο και τελειώνει για δυό μήνες το καλοκαίρι. Κι ύστερα, φτου κι απ΄ την αρχή... Μαρτύριο σας λεω...

Στο Χαϊδάρι με τον Δήμαρχο

(κάτοικοι – ρέματα – παιδικοί σταθμοί – Σκαραμαγκάς)

Στο Χαϊδάρι λοιπόν. Μ΄ ένα δήμαρχο, που λέει, πως ένας τίμιος δημοσιογράφος, αξίζει περισσότερο από έναν άξιο πρωθυπουργό. Τον δήμαρχο Δημήτρη Γιαχνή, παλιό βουλευτή της ΕΔΑ, που για δεύτερη φορά κρατάει τα γκέμια της πόλης, αφού πέρασε, στην εφταετία, από τη Γυάρο και τη Λέρο3.

Τον αφήνω να μιλάει γιατί τα λέει καλά:

«Είμαι Μικρασιάτης. Κι΄ αυτό τον τόπο τον αγαπώ. Είμαι απ΄ τους πρώτους που ήρθαν κι έμειναν εδώ. Εξήντα οικογένειες ήμαστε τότε, το ΄24, όλοι πρόσφυγες από τη Νέα Φώκαια. Σήμερα, βέβαια, οι πρόσφυγες είναι ελάχιστοι. Το Χαϊδάρι, γέμισε, φούντωσε, έγινε μιά πόλη 50.000 κατοίκων, με καλούς, ήσυχους ανθρώπους, που ήρθαν απ΄ όλα τα μέρη της Ελλάδας...»

......

-        Οι κάτοικοι του Χαϊδαρίου, απ΄ ό,τι ξέρω, είναι εργάτες στην πλειοψηφία τους.

-        Ναι. Βιομηχανικοί εργάτες. Έχουμε, όμως, και οικοδόμους και μικροεπαγγελματίες. Αλλά οι βιομηχανικοί εργάτες είναι περισσότεροι. Και δεδομένου ότι δουλεύουν και οι γυναίκες τους στις φάμπρικες, δημιουργείται αμέσως θέμα παιδικών σταθμών.

-        Αυτό είναι το κυριότερο πρόβλημα που απασχολεί το Χαϊδάρι;

-        Όχι. Το κυριότερο πρόβλημα είναι τα ακάλυπτα ρέματα. Θα πάμε επί τόπου να δείτε και να κρίνετε....

-        Σε σας δεν ανήκει ο Σκαραμαγκάς;

-        Σε εμάς. Αλλά πια, ο Δήμος μας δεν έχει θάλασσα. Τα ναυπηγεία, φάγανε όλο τον Σκαραμαγκά – ιστορία που άρχισε με τη δικτατορία του Μεταξά και τέλειωσε με τη δικτατορία του Παπαδόπουλου – και για μας, απόμεινε ένα κομμάτι βρώμικης θάλασσας, μήκους 50 μέτρων. Και τρέχα τώρα να κάνεις μπάνιο σ΄ αυτή τη βρώμικη θάλασσα, των 50 μέτρων, με το χέρι του διπλανού σου να ακουμπάει πάνω σου.

-        Το καλό με εσάς είναι ότι έχετε πολύ πράσινο.

-        Ευτυχώς. Το ένα τέταρτο της έκτασης του Χαϊδαρίου είναι πευκόφυτο. Ανασαίνουμε. Κι  έτσι γλυτώνουμε από τις αναθυμιάσεις των εργοστασίων, που είναι σπαρμένα ολόγυρά μας. 

Μια σειρά καημοί

Πρέπει να τελειώνω. Έχουν σειρά κι άλλοι Δήμοι. Να τελειώνω, λέγοντας, πως το Χαϊδάρι, μπορεί να γίνει ένας ονειρεμένος τόπος, έχει τα φόντα να γίνει ένας ονειρεμένος τόπος, αν γλυτώσει από τα ρέματα, αν γλυτώσει από τα «υπόγεια ύδατα» που λιμάρουν τα θεμέλια των σπιτιών, αν σ΄ ένα μικρό τμήμα της πόλης, που δεν έχει νερό, φτάσει το δίκτυο ύδρευσης, αν ο υπουργός Συντονισμού αναθεωρήσει τη σύμβαση των ναυπηγείων κι η θάλασσα του Σκαραμαγκά ξαναγυρίσει στο Χαϊδάρι, αν τα παιδάκια της Γρηγορούσας κάνουν μάθημα σε σχολείο κι όχι σε φούρνο, αν το συγκοινωνιακό πρόβλημα, που είναι οξύτατο, λυθεί.

Τελείωσα. Με τον καημό του δημάρχου, που δεν έχει λεφτά για να φτιάξει ένα γήπεδο, που δεν έχει λεφτά για να φτιάξει μερικές πλατείες, που δεν έχει λεφτά για να φτιάξει ένα Πνευματικό Κέντρο4, όπου θα μαζεύονται οι νέοι για να ξεχάσουν τα σφαιριστήρια και την πρέφα.

Διευκρινήσεις Κ.Φ:

1.       Δήμαρχος τότε, το 1975,  ήταν ο Δημήτρης Γιαχνής

2.       Εφτά χρόνια στρατιωτική δικτατορία 1967 – 1974,  στην διάρκεια της οποίας τα κόμματα, τα συνδικάτα και όλες οι συλλογικές μορφές έκφρασης και οργάνωσης των πολιτών είχαν απαγορευτεί.

3.       Γυάρος – Λέρος, νησιά αλλά και τόποι εξορίας των αριστερών και των κομμουνιστών.

4.      Το 1976, ο Δημήτρης Γιαχνής διέσωσε τον Λόφο του Προφήτη Ηλία και αργότερα με τέσσερις αποφάσεις των Δημοτικών  Συμβουλίων του 1977, 1978, 1980 ο χώρος γύρο από το Παλατάκι δεσμεύτηκε. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ,  τεύχος τέταρτον, αρ.φύλλου 520, 16 Σεπτεμβρίου 1981 «περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Χαϊδαρίου (Αττικής) και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως του χώρου Πνευματικού Κέντρου και κτιρίων Πνευματικών και Πολιτιστικών Εκδηλώσεων».  Αργότερα εξασφαλίστηκαν οι πόροι από τις επόμενες διοικήσεις και έτσι αποκτήθηκε το Παλατάκι (1985) και το κτήριο που φιλοξενεί τις «4 Εποχές» του Νικόλαου Γύζη (2002).

 

 Οι Παλιοί Συμμαθητές

........Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί τους στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο. Οι παλιοί συμμαθητές μας, για μένα τουλάχιστον, είναι όλα τα πρόσωπα που αγαπήσαμε. Τότε που ήμαστε παιδιά, έφηβοι, νέοι. Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο πρόσωπα. Είναι και δρόμοι και πάρκα και αλάνες και πετροπόλεμοι. Είναι κι τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε απο τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και το "χλωρικό και θειάφι", που το βάζαμε κάτω από ένα σπασμένο πλακάκι, στις ράγες του τράμ, κι "ανατινάζαμε" την Αθήνα, κάθε Ανάσταση.

Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα παιχνίδια μας. Παιχνίδια που έπαιζαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Τότε που η ζωή δεν άλλαζε κάθε δύο, κάθε τρία χρόνια.

Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα κλειστά συρτάρια μας. Τα συρτάρια των παιδικών μας χρόνων, γεμάτα απο σβούρες, σπάγκους και μολυβένια στρατιωτάκια, που ο πόλεμος του χρόνου τα σακάτεψε, κι είναι πια χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Τ' αγαπώ αυτά τα κλεισμένα συρτάρια. Τ' ανοίγω καμιά φορά, σιγά-σιγά, με προσοχή, με τρυφερότητα, μην τυχόν και φτερουγίσει και πετάξει απο μέσα και χαθεί εκείνο το χρυσό χελιδόνι της νιότης μου, που η καρδιά του χτυπάει με την καρδιά μου και μου αφηγείται ταξίδια και περιπέτειες.

 Κόμητες Μοντεχρήστους και δραπέτες του Αλκατράζ κι έναν Χριστό που σταμάτησε στο Χαϊδάρι, αναστήθηκε στη Δραπετσώνα και ύστερα πήρε το ντουφέκι του και οχυρώθηκε πίσω απο τα οδοφράγματα, μαζί με τη μάνα μου και τον πατέρα μου και τον φίλο τους τον Σπύρο, που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί, το Μάη του '44, στην Καισαριανή....

Λευτέρης Παπαδόπουλος

 Απόσπασμα από το αφήγημα "Οι παλιοί συμμαθητές" - Εκδόσεις Καστανιώτη

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου