[Ο Κώστας Βάρναλης, έργο του Γιάννη Ρίτσου, 1974]
Ο Κώστας Βάρναλης περιγράφει
το Δαφνί, την Ιερά Οδό και μια Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία του Ψυχιατρείου
Δαφνί – Ιερά Οδός
Πόσες φορές δεν είχαμε κάνει ως τώρα αυτόν τον ευχάριστο περίπατο στο Δαφνί κι ως πέρα στο Σκαραμαγκά και μάλιστα με τα πόδια.
Το Δαφνί είναι μια από τις ωραιότερες τοποθεσίες της Αττικής και σχεδόν μπροστά στη μύτη της Αθήνας. Κ΄ η εκκλησία του, η Παναγιά η Δαφνιώτισσα, είναι ένα από τα λαμπρότερα μνημεία της βυζαντινής τέχνης
...Λίγοι θα ξέρουνε, πως το Δημόσιο Ψυχιατρείο αποτελεί μιαν ολάκερη πολιτεία με δυό χιλιάδες ψυχομέτρι. Πολιτεία με βασιλιάδες, με πρωθυπουργούς, με μεγάλους συγγραφείς και δισεκατομμυριούχους!
Μεγάλη Παρασκευή
...Νύχτα αφέγγαρη. Ξαστεριά. Εκεί στο διάσελο του Δαφνιού λαμποκοπούνε τ΄ άστρα ψηλά κι ο ουρανός σαν μαύρο ατσάλι. Ησυχία κ΄ ερημιά. Τα πεύκα στις ράχες και στις κορφές των γύρο βουνών, πολύ μετά το βασίλεμα του ήλιου στο Σαρωνικό, ξεκόβονται καθαρά και μαύρα, απάνου σε φωτεινό φόντο...
Μοσχοβολάει το ρετσίνι, μοσχοβολάνε τα θερισμένα σανά και τα νοτισμένα αγριολούλουδα – βαθειά ανάσα της γης.
Η μικρή καμπάνα της εξοχικής εκκλησιάς χτυπάει αδύνατη σα μεγάλο κουδούνι –και όμως ακούγεται μακριά ολόγυρα, γιατί η σιωπή είναι βαθειά κ΄ υποβλητική.
Από τα γύρω σκόρπια σπιτάκια και τα μαγαζιά κι από το Ψυχιατρείο μαζεύονται οι πιστοί. Εκεί μαζί με τους ερημίτες αυτούς και με τους τρελούς θ΄ ακούσουμε την ακολουθία του Επιταφίου.Οι «Άρρωστοι» έχουνε γεμίσει το εκκλησάκι. Είναι σίγουρα οι πιο «γεροί» που μπορούν να βγούνε από το Θεραπευτήριο. Με τα γκρίζα αμπέχωνα και τα γκρίζα παντελόνια, φρεσκοξουρισμένοι, καλοκουρεμένοι, κάθονται ήσυχα με τα μάτια ανοιχτά. Όλοι νέοι...
...Τα παράθυρα είναι ανοιχτά κι ο αέρας μπαίνοντας σβήνει τα κεριά. Ένας τρελός κάθε τόσο τα ανάβει. «Τώρα θα πάρει φωτιά ο Επιτάφιος», λέγω μέσα μου. Μα τα λουλούδια είναι τόσα πολλά, που άμα φτάσει ως αυτά η φλόγα, σβήνει από μοναχή της.
Αντίκρυ στο δεξιό ψάλτη στέκεται ο Αντρέας. Ξέρει όλη την ακολουθία κι όλο το τυπικό της καλύτερα απ΄ τον καλύτερο ψάλτη. Βαστάει μια σύνοψη κολλητά στη μύτη του κ΄ ένα μικρό κεράκι, που το ταξιδεύει απάνου στις γραμμές, για να βγάζει τα γράμματα. Κάτου από τη μασκάλη του ίδιου χεριού σφίγγει μιά πέτσινη τσάντα. Ψέλνει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Έχει ιδρώσει, γυαλίζει το πρόσωπό του και προσπαθεί να είναι ο «κύριος της βραδιάς»...
...Ο Αντρέας αγωνιά, παλεύει, υποφέρει, οι φλέβες του τεντώνονται, η φωνή του βράχνιασε, μα δεν εννοεί ν΄ αφήσει την τσάντα και ν΄ αλλάξει κερί. Μια γιάτρισσα του Ψυχιατρείου, που μας συντροφεύει κείνο το βράδι ξέρει καλά τον Αντρέα, μου λέγει:
- Αυτή την τσάντα την κουβαλάει πάντα μαζί του. Ούτε κι όταν κοιμάται την αφήνει. Ρωτήστε τον τι έχει μέσα.
Ρωτάω τον Αντρέα:
- Τι έχεις μέσα στην τσάντα;
- Φιλοσοφία, νομικά και μουσική «πά – βού – γά – δή»
- Κι ο κύριος είναι μουσικός, του λέει η γιάτρισσα... Καλύτερος από σένα.
Ο Αντρέας κάνει ένα μορφασμό περιφρόνησης.
- Από που είσαι, Αντρέα; τον ρωτώ.
- Από την Τρίπολη, μου απαντάει με περηφάνεια.
Κι αληθινά είναι τετραπέρατος. Οι Μωραΐτες, ακόμα και τρελοί, εννοούνε να είναι ξυπνότεροι απ΄ όλους τους φρόνιμους Ρωμιούς...
[Σκηνές από τον Επιτάφιο θρήνο]
Έως εδώ η ακολουθία πήγαινε καλά και με τάξη. Όταν όμως αρχίσανε τα "στάσιμα" του Επιταφίου θρήνου, όλοι οι τρελοί, αρσενικοί και θηλυκοί, ανασκουμπωθήκανε ποιος θα φωνάξει περισσότερο. Ψιλές γυναικείες φωνές, φλέβες τεντωμένες των αντρών, ξελαρύγγισμα και γενική σαλατοποίηση. Κανένας τρόπος δεν υπήρχε για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα. Ο παπάς, ο δεξιός ψάλτης, οι φρόνιμοι πιστοί, υπομένανε την κατάσταση...
Δίπλα στον Αντρέα στέκεται η Ελένη... Του μαζεύει τα φύλλα που πέφτουνε και τον κοιτάει στα μάτια. Είναι ο πνευματικός της δεσπότης...
Η περιφορά του Επιταφίου γίνεται μέσα από τα χωράφια προς το Ψυχιατρείο. Πατούμε τα θερισμένα σανά... πηγαίνουμε στο νοσοκομείο, όπου είναι βυθισμένοι 1700 ανθρώπινα όντα σ' απόλυτο πνευματικό σκοτάδι...
.... Στο γυρισμό είχαμε χάσει το τελευταίο λεωφορείο. Ξεκινάμε με τα πόδια, γεμάτοι από τη γοητεία της όμορφης νύχτας...
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «ΑΝΘΩΠΟΙ – Ζωντανοί, Αληθινοί», σελ.120, 143, 144, 145, ΚΕΔΡΟΣ)
πολυ ωραιο !
ΑπάντησηΔιαγραφή