Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Ο παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν περιγράφει το Δαφνί, 1841

Ο παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν [2 Απριλίου 1805 - 4 Αυγούστου 1875] επισκέφτηκε και τη χώρα μας και κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά.
Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις ο μεγάλος παραμυθάς περιγράφει και την επίσκεψή του στη Μονή Δαφνίου το έτος 1841.
Όταν ο Andersen με τους συνοδοιπόρους του, τον Ludwig Ross και τον Έλληνα καθηγητή Φίλιππο Ιωάννου, μπήκε στην αυλή του μοναστηριού, συνάντησε εικόνα ακόμα μεγαλύτερης εγκατάλειψης.


Χ.Κ. Άντερσεν

Ο παραμυθάς γράφει για έναν παραμυθένιο τόπο.

 Το Δαφνί

 Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, o γνωστός Δανός συγγραφέας παραμυθιών, επισκέφτηκε, το 1841 την Ελλάδα και στις 3 Απριλίου  περιγράφει την Ιερά Οδό, το Ιερό της Αφροδίτης (Αφαία), τη Μονή Δαφνιού, τον Σκαραμαγκά.

 

Γύρω από την Αθήνα απλώνονται πολλά ξέφραγα χωράφια, έτσι που διαβάτες και καβαλάρηδες να περνούν μέσα απ΄ τα στάχυα. Μα και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τους θ΄ απορούσε, αν δεν το κάναμε αυτό, μου είπαν όταν πρότεινα να φέρουμε βόλτα το χωράφι. Στην πραγματικότητα υπάρχει μονάχα ένας αμαξόδρομος· εκείνος που πηγαίνει απ΄ την Αθήνα στον Πειραιά. Τους υπόλοιπους, εκείνον για τις Θήβες και τον άλλον για την Κόρινθο απ΄ την Ελευσίνα, δεν τους τέλειωσαν ακόμα. Μα και σ΄ αυτές τις μικρές αποστάσεις, όπου θα μπορούσες να πας με αμάξι, περνάς με δυσκολία, γιατί τ΄ άλογα δε θέλουν να προχωρήσουν· πεισμώνουν, γυρίζουν πίσω ή πέφτουν καταγής. Πολλές φορές άκουσα αμαξάδες να λένε: «Δεν τραβάνε μπρος! Δεν τους ξέρουν αυτούς τους δρόμους! Αν πάτε όμως στον Πειραιά, θα δείτε τι άλογα είναι και τι τρέξιμο κάνουν!». Κάθε τόσο λοιπόν αναγκάζεσαι να κατεβείς απ΄ το αμάξι κι ο αμαξάς οδηγεί σιγά σιγά τα άλογα.

Στα μισά του δρόμου απ΄ την Αθήνα για την Ελευσίνα μέσα στην άγρια ερημιά, βρίσκεται το μοναστήρι του Δαφνιού, κατεστραμμένο στην Επανάσταση. Χτίστηκε σε μαυριτανικό ρυθμό και το μεταχειρίζονται τώρα σαν καταφύγιο οι χωροφύλακες, που βρίσκονται εδώ για την ασφάλεια του δρόμου.

Το Δαφνί είναι χωρίς αμφιβολία ένα απ΄ τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο γραφικά σημεία του δρόμου της Αθήνας για την Ελευσίνα. Πήγα εκεί με συντροφιά τον Ross και τον Έλληνα Φίλιππο Ιωάννου.

Μου έδειξαν τα ψηλά βαθυγάλανα βουνά της Αίγινας, ενώ βαριά σύννεφα περνούσαν απ΄ τον ουρανό. Ο κόλπος της Σαλαμίνας, ψυχρός κι αυστηρός, έτσι φωτισμένος καθώς ήταν, έμοιαζε πιο πολύ με μια λίμνη του Βορρά. Ο βράχος πλάι στο δρόμο, σκεπασμένος με θυμάρι και κυπαρισσένιους θάμνους, διατηρούσε ακόμα τις μικρές σκαλιστές κοιλότητες, όπου κάποτε ήταν τοποθετημένα τάματα. Τα βαθουλώματα αυτά και τα σκόρπια κομμάτια από μάρμαρα και πορφυρίτη είναι τα μόνα που μαρτυρούν τώρα τον παλιό ναό της Αφροδίτης, που κάποτε βρισκόταν εδώ.

Το αγέρι ήταν κρύο και τα σύννεφα έγραφαν μαύρες σκιές στα γυμνά βουνά. Κοντά μας, σε μεγάλη έκταση, απλώνονταν τα ερείπια του μοναστηριού. Ψηλά τείχη, που στις σχισμάδες τους φύτρωναν θάμνοι και περικοκλάδες, το περιτριγύριζαν. Εκεί κοντά είχαν χτίσει δυό ξύλινες παράγκες. Η μια ήταν κάτι σαν καφενείο κι η άλλη πάλι ένα είδος μαγαζιού για τους μοναχικούς ταξιδιώτες. Οι ξύλινες αυτές παράγκες κοντά στα χαλάσματα έβαζαν, θαρρείς, στο τοπίο την τελευταία πινελιά της ελληνικής μελαγχολίας.

Μπήκαμε στην αυλή της μονής. Παντού φύτρωναν ως μιά πήχη τσουκνίδες, που έκρυβαν ανάμεσά τους ξέσκεπα, άφραγα πηγάδια. Προχωρούσαμε προσεχτικά βήμα προς βήμα, μη βουλιάξουμε. Έτσι φτάσαμε στο απέναντι τείχος. Από κει μας φάνηκε πως θα ανεβαίναμε ευκολότερα και σε λίγο φτάσαμε στη μισογκρεμισμένη στέγη της εκκλησίας. Όσο καταστραμμένο ήταν το κτίριο, τόσο πυκνόφυτη βλάστηση το σκέπαζε. Το σκέπασμα μια αρχαίας μαρμάρινης σαρκοφάγου, ανάποδα βαλμένο, ήταν το πρώτο σκαλοπάτι εδώ πάνω. Ένα άλλο πάλι πιο κάτω ήταν από κομμάτια μιας ραβδωτής κολόνας πορφυρίτη. Ρεζεντά, σαπουνόχορτα, τσουκνίδες φύτρωναν παντού. Οι νυχτερίδες πετούσαν μέρα μεσημέρι πάνω απ΄ το κεφάλι μας. Εδώ ήταν το σπίτι τους, το βασίλειό τους, ακόμα και τώρα που ο ήλιος έλαμπε στα φτερά τους.

Στη μέση του μοναστηριού τα κελιά των καλογέρων έχουν μεταβληθεί σ΄ ένα μεγάλο στάβλο, όπου οι χωροφύλακες βάζουν τ΄ άλογά τους· αυτά χλιμιντρίζουν  τώρα εκεί όπου άλλοτε ακούγονταν οι προσευχές των μοναχών.

Είναι μια θαυμάσια εκκλησιά, που μπορεί και τώρα ακόμα να επισκευαστεί. Στεκόμασταν κάτω απ΄ το τρούλο της, που το αστραφτερό μωσαϊκό εικόνιζε στο Χριστό. Ο Σωτήρας κρατά στο αριστερό του χέρι τη Βίβλο κι απλώνει το δεξί του να ευλογήσει. Κατά την Επανάσταση εδώ μέσα ξεκουράζονταν οι Τούρκοι, εδώ άναβαν φωτιά· ο τοίχος είναι ακόμα μαύρος απ΄ την καπνιά· εδώ κάπνιζαν τον ναργιλέ τους, κι όταν τους έκανε κέφι, σημάδευαν το Λυτρωτή των Χριστιανών πάνω στον τρούλο· τα βόλια τους πέτυχαν το ’να του μάτι, το στόμα και την άγια δόξα του· τα σημάδια φαίνονται καθαρά στο μωσαϊκό. Στο ιερό πάλι έσβηναν τις αγιογραφίες και ζωγράφιζαν αισχρές εικόνες στη θέση τους, ενώ οι σύντροφοί τους γλεντούσαν και χειροκροτούσαν. Ένα σωρό νεκροκεφαλές και κόκαλα, που βρέθηκαν έξω, κάτω από θάμνους και τσουκνίδες, ήταν τώρα ριγμένα σε μια γωνιά, ανάμεσα στην Άγια Τράπεζα και σε κείνο τον τοίχο, που σύμφωνα με τη συνήθεια των ελληνικών εκκλησιών χτίζεται μπροστά της. Ο τοίχος αυτός έχει τρεις πύλες κι είναι από πάνω ως κάτω με αγιογραφίες. Κι αυτές ακόμα ήταν κάπως σβησμένες απ΄ τους Τούρκους· κι όμως εδώ μέσα έκαιγαν τρία μικρά, κρεμασμένα καντήλια. Τα φροντίζει ένας γέρος Έλληνας, που μένει στην ξύλινα παράγκα, κάνει καφέ και σερβίρει ποτηράκια με ρακί στους ξένους. Σ΄ αυτή την εκκλησιά βαφτίστηκε ο γέρος, σ΄ αυτή την εκκλησιά έδωσε το βαρύ όρκο της φιλίας κι εδώ στεφανώθηκε. Όλα αυτά έγιναν στην Τουρκοκρατία. Ο φίλος του έπεσε στην Επανάσταση κι ο καιρός μπορεί να έκανε σκόνη τα κόκαλά του σε κάποιον ερημότοπο. Μα κι η γυναίκα του είναι θαμμένη εδώ κοντά, πίσω απ΄ το ραγισμένο τείχος. Σε οδηγεί εκεί ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα από γαϊδουράγκαθα και τσουκνίδες. Μια ελιά είναι φυτρωμένη δίπλα σ΄ ένα καταστραμμένο πηγάδι· κάτω απ΄ την ελιά είναι η γυναίκα του.

          Το γεροντάκι φροντίζει τα καντήλια μέσα στο ρημαγμένο σπίτι του Θεού. Εκεί μέσα προσεύχονται οι στρατιώτες κι ο ίδιος κάθε φορά που είναι γιορτή. Κι αν κάποτε περάσει κανένας παπάς, δένει το άλογό του κοντά στην παράγκα και λειτουργεί την εκκλησιά. Είναι φορές που μόνο αυτός ο γερο-Έλληνας είναι όλο κι όλο το εκκλησίασμά του. Σε λίγα χρόνια θα κοιμάται για πάντα κι αυτός κάτω απ΄ την ελιά. Ποιος τότε θα φροντίζει τ΄ αναμμένα καντήλια; Ποιος θα καθαρίζει τον τάφο απ΄ τις τσουκνίδες;

Μα είμαι σίγουρος πως τα καντήλια θα καίνε, και τότε θα ΄ναι ασημένια. Τριαντάφυλλα θα ανθίζουν στον τόπο που σκεπάζουν τσουκνίδες. Τώρα δα μας το ΄λεγε ψιθυριστά το καλό πνεύμα της Ελλάδας. Το Δαφνί θα ξανασηκωθεί μεσ΄ από τα ερείπια και στο δρόμο της Ελευσίνας, όπως στην Ιταλία, θα οδοιπορούν και πάλι οι ξένοι. Θα ξανανθίσει το Δαφνί! Σε τούτη την αυλή, που μόνο γαϊδουράγκαθα βλασταίνουν, θα πρασινίσει η δάφνη, θα μοσκοβολήσει το λιβάνι και τα γονατισμένα παιδιά θα βλέπουν μια ιερή πληγή στο μάτι του Χριστού, στο στόμα και στη δόξα του, εκεί που πέτυχε το τούρκικο βόλι.

Ευλογημένος ο τόπος που γέννησε ένα Θησέα, έναν Πλάτωνα κι ένα Σωκράτη.

 

«Οδοιπορικό στην Ελλάδα», ΕΣΤΙΑ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου