[Περισσότερα για το δίσκο του 1973 ΕΔΩ]
Μουσική βραδιά με τη Μαρίζα Κωχ – Αρχείο ΕΡΤ – Παρουσίαση: Γιώργος Παπαστεφάνου [ΕΔΩ]
Η Μαρίζα Κωχ περιγάφει το ΨΝΑ Δαφνίου, τη Μονή Δαφνίου, το Σκαραμαγκά τη δεκαετία του ’50
Από το βιβλίο της Μαρίζας Κωχ «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», 2018
Η Μαρίζα Κωχ γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1944 στην Αθήνα. Η μητέρας της ήταν από τη Σαντορίνη και ο πατέρας της «Ένας Γερμανός που η βάση του ήταν.. στην Πλατεία Κλαυθμώνος…». Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που γνωρίστηκαν οι γονείς της Μαρίζας και της αδελφής της Ειρήνης, έτσι όπως περιγράφει την ιστορία τους στο τέλος του βιβλίου της «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», 2018.
Οι αδελφές Μαρίζα και Ειρήνη, τεσσάρων και πέντε ετών αντίστοιχα, είχαν «ζήσει πέντε ολόκληρα χρόνια… στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής» (σ.σ. Δαφνί) για να «θεραπευτούν από μία νόσο των ματιών, προερχόμενη από την Αίγυπτο, το τράχωμα, που προκαλούσε τύφλωση». (σ.11).
Από το βιβλίο της Μαρίζας Κωχ «Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης», 2018, επιλέγω ορισμένα αποσπάσματα που περιγράφουν την ευρύτερη περιοχή του Δαφνίου. Η περιγραφή στο κεφάλαιο «Μουσικές Μνήμες» (σ.84) αντιγράφεται σχεδόν ολόκληρη, γιατί παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία για τη ζωή στην περιοχή του Δαφνίου.
Περιγραφές
«Την ημέρα εκείνη (σ.σ. αναφέρεται στο έτος 1952) θα επισκεπτόταν το ίδρυμα η Αμερικανίδα υπουργός για να διαπιστώσει αν λειτουργούσε σωστά το σχέδιο της Αμερικανικής Βοήθειας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Γι’ αυτό τον λόγο ο διευθυντής του Ψυχιατρείου είχε φροντίσει να καθαριστεί όλος ο λόφος (σ.σ. Ποικίλο Όρος) γύρω από το Ίδρυμα, που ήταν περιφραγμένος με συρματόπλεγμα. Ήρθαν φορτηγά του Στρατού και γέμισαν το υπόστεγο με κούτες γεμάτες κονσέρβες και μπόγους με ρούχα που έγραφαν επάνω με τεράστια γράμματα UNRRA…» (σ.12).
«Πέντε χρόνια στο Δαφνί κάθε πρωί, πριν βγούμε στην αλάνα, έπρεπε να περάσουμε μπροστά από την κυρία Πανάγω. Ήταν νοσοκόμα στο Ίδρυμα. Αυτή μας έβαζε να γονατίσουμε, μας έγερνε πίσω το κεφάλι, και με μια γαλάζια πέτρα, ούτε μεγάλη ούτε μικρή… μας γύριζε το βλέφαρο σε κάθε μάτι, το έτριβε μ΄ αυτήν τη πέτρα! Για να σπάσουν οι φουσκάλες… Δεν αγαπούσαμε κανέναν στο Ίδρυμα. Μόνο τον Γιώργο τον φαντάρο, τον δάσκαλο…» (σ.44)
«… Η επιδημία τους τραχώματος κόπασε σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στη Σαντορίνη. Έτσι κατάφερε να μας πάρει σήμερα η μάνα μας και κατευθείαν μας έφερε στο καράβι…» (σ.14)
«Μουσικές Μνήμες» (από το Δαφνί)
Εκεί στο Ίδρυμα που ήμασταν, έξω από το συρματόπλεγμα της περίφραξης, όπου είχε πολλά πεύκα που έφταναν μέχρι το βουνό, κάθε Σάββατο μεσημέρι έρχονταν πολλές οικογένειες επάνω σε κάρα που τα έσερναν άλογα. Ήταν πολύ όμορφο να βλέπεις να ξεπεζεύουν από τα κάρα άντρες, γυναίκες, παππούδες, γιαγιάδες και παιδιά. Μετά έλυναν τα άλογά τους, τους έδιναν μια βιτσιά και αυτά έτρεχαν ελεύθερα πάνω στο βουνό.
Έριχναν ύστερα τα πλαϊνά του κάρου και άπλωναν ένα τεράστιο τραπεζομάντιλο. Πρώτα πρώτα έβαζαν σε μια γωνιά το γραμμόφωνο με τις μεγάλες μαύρες πλάκες. Τα γραμμόφωνα είχαν μεγάλα σιδερένια χωνιά, άλλα σε γαλάζια χρώματα με λουλούδια, άλλα σε ροζ με λουλούδια και άλλα μπρούτζινα γυαλιστερά. Το όμορφο αυτό τραπέζι γέμιζε πολύ γρήγορα με πιατέλες γεμάτες με τους ωραιότερους μεζέδες που μπορείς να φανταστείς.
Οι άντρες πήγαιναν από το ένα κάρο στο άλλο μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι και ένα μπουκάλι ντυμένο με ψαθί γεμάτο κρασί κάτω απ΄ τη μασχάλη. Κέρναγαν ο ένας τον άλλον και μίλαγαν τόσο δυνατά, που νόμιζες ότι τσακώνονταν. Όλη τη εβδομάδα πουλούσαν με το κάρο τους λαχανικά στις γειτονιές της Αθήνας, και τα Σάββατα είχαν όλοι το ραντεβού τους έξω από το Δαφνί. Ο ένας δανειζόταν από τον άλλον πλάκες γραμμοφώνου και συνήθως τα γραμμόφωνα έπαιζαν όλα μαζί, το καθένα και άλλο τραγούδι. Από μακριά ακούγονταν μπερδεμένα τα τραγούδια και γινόταν ένας πανζουρλισμός! Από κοντά όμως άκουγες καθαρά τα λόγια του κάθε τραγουδιού.
Εγώ μαζί με πεντέξι αγόρια που κάναμε καλή παρέα είχαμε σκάψει ένα λαγούμι κάτω απ΄ το συρματόπλεγμα του φράχτη του Ψυχιατρείου και περνάγαμε προς τη μεριά τους. Όπου ακούγαμε ένα τραγούδι που το είχαμε μάθει πιο καλά από τα άλλα, στεκόμασταν, τραγουδούσα εγώ μαζί με τη φωνή του γραμμοφώνου και τ’ αγόρια, με τα χέρια τους, μου κρατούσαν το ρυθμό!
Η χαρά ήταν μεγάλη και για εκείνους, που μας έκαναν χάζι, μα πιο πολύ για εμάς. Εμείς, στο τέλος, τεντώναμε μπροστά την μπλούζα που φορούσαμε και οι νοικοκυρές μας έριχναν μέσα κεφτέδες, πατάτες, τζατζίκι, σαλάτες και πάντα ένα κομμάτι γλυκό ταψιού. Δεν μας έβλεπαν από πού ξετρυπώναμε και νόμιζαν ότι είμαστε γυφτάκια.
Όταν δεν χωρούσαν άλλα φαγώσιμα στην μπλούζα μας, φεύγαμε τρεχάτοι και ξανά κάτω από το συρματόπλεγμα περνάγαμε στην πλευρά του ψυχιατρείου, όπου μας περίμεναν με μεγάλη λαχτάρα οι κολλητοί μας!
«… Και τι τραγούδια μάθαινες από τα γραμμόφωνα;» με ρώτησε ο δάσκαλος.
«Ου, πολλά! Αλλά το καλύτερό μου ήταν το «Καροτσέρη, τράβα να πάμε στα Τατάβλα». Αυτό το τραγούδι μου άρεσε πολύ γιατί τ’ αγόρια που ήταν μαζί μου και κρατούσαν τον ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια με τα χέρια τους, με ρωτούσαν: «Πόσα τάλιρα γυρεύεις να μας πας και να μας φέρεις;» και εγώ απαντούσα με νάζι: «Δέκα τάλιρα γυρεύω να σας πάω και να σας φέρω»….
Τώρα ξέρω τι αγάπησε από μένα, ως τραγουδίστρια ο κόσμος. Τα τραγούδια που βίωσα από τους Μικρασιάτες έγιναν τόσο δικά μου…. Για να γλυτώσω από τη λογοκρισία στη δικτατορία το 1967, πήρα αυτά τα τραγούδια που αγαπούσα, τα διασκεύασα και τα απέδωσα με ηλεκτρικά όργανα.
Στο ερημωμένο Μοναστήρι του Δαφνίου
… Ο δάσκαλος με άκουγε με ενδιαφέρον, αλλά φαίνεται ότι το μυαλό του είχε κολλήσει στο λαγούμι που είχαμε σκάψει με τα φιλαράκια μου από το Ίδρυμα για να πηγαίνουμε στους Μικρασιάτες, και με ρώτησε αν από το λαγούμι το σκάγαμε μόνο για αυτόν το σκοπό. Είναι αλήθεια πως εμείς το σκάγαμε πολλές φορές για να πάμε κι αλλού. Πηγαίναμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στο ερημωμένο Μοναστήρι του Δαφνίου που δεν είχε πια ούτε πόρτες. Ξαπλώναμε στο δάπεδο και χαζεύαμε στον θόλο τα χρώματα του Παντοκράτορα και γύρω γύρω τους Αγίους και τους Αγγέλους. Βγάζαμε μερικούς ήχους για να κάνει αντίλαλο, κι αυτό μας προκαλούσε απέραντη ευχαρίστηση. Ήταν σαν να ζούσαμε σε όνειρο!
Η Μαρίζα Κωχ στο Σκαραμαγκά
… Στο Ίδρυμα όταν ήμασταν μας είχαν πάει μια φορά στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και μας άφησαν να βάλουμε τα πόδια μας στα ρηχά. Οι μεγάλες γυναίκες και οι νοσοκόμες που μας πρόσεχαν φορούσαν μαγιό και κολυμπούσαν, και αυτό μου άρεσε…
… (σ.σ. στη θάλασσα στο Καμάρι, Σαντορίνη) «… είχα φορέσει το μαγιό που έφτιαξα και βούτηξα στο κύμα. Κάνω να πατήσω στα βότσαλα, αλλά εδώ δεν ήταν όπως στο Σκαραμαγκά που περπατούσες στο νερό και έφτανε ως τη μέση, κι άρχισα να βουλιάζω…. (σ.124).
… Άξαφνα ακούστηκε ένας φοβερός κρότος. Στο λεπτό έφτασαν τα νέα. Δύο καράβια συγκρούστηκαν στου Σκαραμαγκά… Σε λίγο μια στρατιά από αρρώστους του Ψυχιατρείου και παιδιά του Ιδρύματος ξεχύθηκε προς την παραλία κόβοντας την κυκλοφορία της λεωφόρου, που τότε ήταν χωματόδρομος… Φτάσαμε στην παραλία και είδαμε τα δύο καράβια κολλημένα σαν σαρδέλες, το ένα πλάι στο άλλο. Οι μεγάλοι ξεφώνιζαν κι εμείς τα μικρά βρήκαμε την ευκαιρία να τσαλαβουτήσουμε τα πόδια μας στη θάλασσα… (σ.117)
Επιμέλεια ανάρτησης: Κώστας Φωτεινάκης | 1η δημοσίευση: 20 Ιουνίου 2020 [ΕΔΩ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου