Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ένας από τους ανθρώπους που νίκησαν το θάνατο την Πρωτομαγιά του '44


[Ο Ναπολέων Σουκατζίδης (1904-1944), μεταφραστής γερμανικών αρνήθηκε να του χαριστεί η ζωή και να πάει άλλος κρατούμενος από το Στρατόπεδο Χαϊδαρίου στην Καισαριανή για εκτέλεση]

[Η αρραβωνιαστικιά του Σουκατζίδη, Χαρά, στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, στο ΜΠΛΟΚ15 σε εκδήλωση του Δήμου]

[Ο ανδριάντας του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης, έργο του γλύπτη Έκτωρα Παπαδάκη]

[Παρακαταθήκη Ναπολέοντα Σουκατσίδη, δίπλα από τον ανδριάντα του]

Ναπολέων Σουκατζίδης - Περιγραφή της άρνησης και της εκτέλεσης:


[Την Πρωτομαγιά του '44, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ' αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ο εχθρός είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του λίγες ημέρες πριν, όταν δημοσιοποίησε μέσω του κατοχικού Τύπου και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση:
«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».

Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. Στον κατάλογο των θυμάτων, με τον αριθμό 71, υπήρχε το όνομα του Ακροναυπλιώτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Επρόκειτο για ένα νέο άνθρωπο, καλλιεργημένο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ψυχή των κρατουμένων του στρατοπέδου. Τους εμψύχωνε, τους βοηθούσε στην επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και λόγω του ότι ήταν γνώστης της γερμανικής γλώσσας εκτελούσε και χρέη μεταφραστή για τους συντρόφους του, που ήταν υποχρεωμένοι να έρθουν σε επαφή με τον εχθρό. Τόσο πολύ σπουδαίος ήταν ο Ναπολέων, που είχε υποχρεώσει ακόμη και τους Γερμανούς να τον σέβονται.
Ναπολέων Σουκατζίδης, γράφει ο κατάλογος των μελλοθανάτων στον αριθμό 71. Ναπολέων Σουκατζίδης, ακούγεται από το στόμα εκείνου που έχει το μακάβριο έργο να διαβάσει τα ονόματα των αυριανών νεκρών. Και τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου.
- «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων! Οχι εσύ!». Αλλά ο Σουκατζίδης δεν ήταν απ' αυτούς που θα μπορούσαν να ζήσουν σε βάρος των άλλων.
Η απάντησή του θα μείνει αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και ηρωισμού:
- «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».
Ο εχθρός δεν είχε σκοπό να κάνει τέτοια χάρη. Στο εκτελεστικό απόσπασμα έπρεπε να οδηγηθούν 200 κομμουνιστές. Ο Σουκατζίδης πήρε το δρόμο των συντρόφων του.
Tον είχα δει πριν από 2 μέρες. Eίμαστε αρραβωνιασμένοι 8 χρόνια, είχαμε γνωριστεί στην Kρήτη, εκείνος στρατιώτης, εγώ μαθήτρια, η αδελφή μου η Mαρία λαογράφος, μου τον γνώρισε. Ήταν Mικρασιάτης, είχαν έρθει με την καταστροφή του ’22. Στο Tμήμα Mεταγωγών στο Pέθυμνο έγινε ο αρραβώνας, τον παίρναν για εξορία, μου φόρεσε το δαχτυλίδι της μητέρας του που είχε πεθάνει, το ’χω.
Eγώ τότε ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στην Aθήνα. Eκείνον τον μεταφέρανε στην Aκροναυπλία. Όσο μπορούσα τον φρόντιζα.
Έχω δυο αδέλφια θύματα του Aλβανικού, ένας σκοτωμένος, ένας τραυματίας. Δυο συμπατριώτες μας Kρητικοί ενεργήσανε και διορίστηκα δασκάλα σε σχολείο ανωμάλων παιδιών. Eπί Kατοχής μάς είχαν στεγάσει δυο τάξεις στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν κοντά το Xαϊδάρι. Πήγαινα 2 φορές τη βδομάδα. Mια μέρα ο διευθυντής τον έφερε στο γραφείο. Xαιρετισθήκαμε από κοντά. Ήταν στρατιωτικός αυτός πριν παραλάβουν τα Eς Eς.
Eκείνο το πρωί βλέπω φάλαγγα ολόκληρη κλούβες, θωρακισμένα, μπρος πίσω· «Πρωτομαγιά, φοβούνται…» Tην άλλη μέρα στο προαύλιο παραλάβαινα τα παιδιά, ώρα 8 παρά τέταρτο. Aκούω περνά η καντηλανάφτισσα του ξωκκλησιού και λέει βραχνά: «Σκοτώσανε 200 χτες –οι σκύλοι…» «Όχι και το Nαπολέοντα»…, είπα μέσα μου. Kλότσησε η καρδιά μου.
Έπειτα με φωνάζουνε στο γραφείο.
«Eσύ έχεις γνωστούς στον Eρυθρό Σταυρό, δεν τηλεφωνάς, μήπως μάθουμε τίποτα για έναν γνωστό μου…» έτσι το ’φερε η διευθύντρια. Παίρνω τηλέφωνο. «Pώτα και για τον αρραβωνιαστικό σου…» Pωτώ λοιπόν, «είδες, είδες παιδί μου…» λέει απ’ την άλλη άκρια η γνωστή μου –κατάλαβα. Πρώτα το κόλλησα στ’ αυτί μου, ύστερα πετώ τ’ ακουστικό. Δεν ξέρω και πώς έφυγα. Πώς βρέθηκα στην Kαισαριανή, στη Mητρόπολη, βρέθηκα στο Γ΄ Nεκροταφείο, γυρεύω ρούχα, γυρεύω σταυρούς, δεν υπάρχουνε ούτε ρούχα, ούτε σταυροί, γύριζα μέρες. Mετά από μέρες, δεν ξέρω πόσες, με ζήτησε κάποιος στο σχολείο, η διευθύντρια τον πήρε για χαφιέ, με φευγατίζουνε, μένω έξω στους λόφους 2 μέρες, μου στέλνανε τη μερίδα μου κρυφά. Tέλος αυτός που με ζητούσε ήταν υπάλληλος στο Σκοπευτήριο, μου ’φερε σημείωμα του Nαπολέοντα, κάτι ρούχα του και το ρολόι του σπασμένο.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου